Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ προϑυμία

См. также в других словарях:

  • προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

  • εξαναφέρω — (AM ἐξαναφέρω) 1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια 3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • επιμελούμαι — (AM ἐπιμελοῡμαι, έομαι Α και ἐπιμέλομαι) [μέλω] φροντίζω, καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιστατώ (α. «τὰ τῶν θεῶν ἐπιμελούμεθα», Ευρ. β. «περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον», Ξεν.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιμελούμαι — επιμελήθηκα, επιμελημένος, μτβ. 1. φροντίζω για κάτι, καταγίνομαι με ενδιαφέρον και προθυμία σε κάτι, προσέχω: Επιμελείται τα μαθήματά του. 2. η μτχ. παθ. πρκ., επιμελημένος, η, ο που έγινε με μεγάλη προσοχή και πολύ ενδιαφέρον, περιποιημένος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσμελούμαι — έομαι, Α [μέλω] (κατά τον Ησύχ.) καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιμελούμαι …   Dictionary of Greek

  • σπουδάρχης — ὁ, ΜΑ μσν. αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία αρχ. αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + άρχης* (< ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπραγμονώ — έω, ΜΑ [φιλοπράγμων, ονος] είμαι φιλοπράγμων*, είμαι πολυπράγμων αρχ. (με αιτ. πράγματος) επιζητώ κάτι με ζήλο και προθυμία …   Dictionary of Greek

  • πανσυδί — και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α επίρρ. 1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.) 2. παντελώς 3 …   Dictionary of Greek

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»